- νεοσυλλέκτους
- νεοσύλλεκτοςmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκπαιδεύω — (AM ἐκπαιδεύω) μορφώνω με τη διδασκαλία και την αγωγή, παρέχω γνώσεις, καλλιεργώ δεξιότητες και προσπαθώ να συμβάλλω στη διάπλαση τού χαρακτήρα τών μαθητών μσν. νεοελλ. εξασκώ στη στρατιωτική ζωή νεοελλ. εξασκώ με ειδική μέθοδο για ορισμένο σκοπό … Dictionary of Greek
εξασκώ — (AM ἐξασκῶ, έω) [ασκώ] μσν. νεοελλ. καλλιεργώ συστηματικά, ασχολούμαι αποδοτικά («εξασκώ την αρετή, τη νηστεία, την επιστήμη κ.λπ.») νεοελλ. 1. ασκώ πλήρως, εκγυμνάζω («εξασκώ τους νεοσυλλέκτους στη σκοποβολή») 2. ασχολούμαι επαγγελματικά… … Dictionary of Greek
νίλα — η 1. μεγάλη συμφορά, ζημία, φθορά, καταστροφή («πάθαμε νίλα με την ανομβρία φέτος») 2. (ειδ. στον στρατό) νίλα ή νίλες οι διάφοροι μικροβασανισμοί και οι αγγαρείες που επιβάλλουν οι παλαιότεροι στρατιώτες στους νεοσύλλεκτους με σκοπό την… … Dictionary of Greek
στρατολογία — η, ΝΜΑ [στρατολογῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στρατολογώ, στράτευση, συγκέντρωση, έλεγχος και κατάταξη στρατευσίμων στον στρατό νεοελλ. 1. (νομ.) η κλήση στρατεύσιμων πολιτών στις τάξεις τών ενόπλων δυνάμεων για την εκπλήρωση τών… … Dictionary of Greek
μηνιγγίτιδες — Νόσοι που οφείλονται σε φλεγμονή των μηνίγγων, κυρίως των λεπτών. Τα αίτια που τις προκαλούν είναι διάφορα μικρόβια, όπως ο μηνιγγιτιδόκοκκος, ο πνευμονιόκοκκος, ο αιμόφιλος (πυώδεις μ.), το μικρόβιο της φυματίωσης (φυματιώδης μ.), διάφοροι ιοί… … Dictionary of Greek
υπαγορεύω — υπαγόρευσα, υπαγορεύτηκα, υπαγορευμένος 1. απαγγέλω κάτι μπροστά σε άλλον για να το γράψει ή να το επαναλάβει προφορικά: Ο διοικητής υπαγορεύει τον όρκο στους νεοσύλλεκτους. 2. μτφ., κάνω υπόδειξη, παρακινώ, συμβουλεύω: Η κατάσταση υπαγορεύει… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)